- σύμφυση
- (Ιατρ.). Παθολογική ένωση δύο επιφανειών βλεννογόνου, ορογόνου ή δέρματος που συγκολλούνται μεταξύ τους από αφορμή ενός εξιδρώματος ή νεκρωτικού υλικού. Συνήθως είναι αποτέλεσμα μιας φλεγμονώδους διεργασίας ή ενός τραύματος των ιστών. Σ. παρουσιάζονται στον υπεζωκότα, σε περιπτώσεις δευτεροπαθών πλευρίτιδων, και έχουν αποτέλεσμα την αναπνευστική ανεπάρκεια. Εκείνες του περικαρδίου είναι αποτέλεσμα περικαρδίτιδων (φλεγμονών του ορογόνου που τυλίγει την καρδιά) και του περιτόναιου, επακόλουθο περιτονίτιδων που εμποδίζουν τη δίοδο του εντερικού περιεχόμενου και προκαλούν επώδυνες καταστάσεις.
* * *η / σύμφυσις, -ύσεως, ΝΜΑ [συμφύω]1. φυσική συνένωση, συσσωμάτωση, συγκόλληση2. (ειδικά) η συνένωση δύο οστών ή μερών τού ίδιου οστού (α. «ηβική σύμφυση» β. «ἐπὶ συμφύσεως ὀστῶν κεῑσθαι», Αριστοτ.)νεοελλ.1. ανατ. τύπος ακίνητης ή ελάχιστα κινητής αρθρώσεως που ενώνει δύο οστά με τη μεσολάβηση ινώδους χόνδρου2. ιατρ. η συγκόλληση τμημάτων γειτονικών οργάνων που καλύπτονται με ορογόνο αδένα, ύστερα από εγχειρήσεις ή φλεγμονώδεις εξεργασίες3. (ορυκτ.) αλληλοδιείσδυση κρυστάλλων δύο διαφορετικών ορυκτών, λόγω ταυτόχρονης κρυστάλλωσης ή απόμιξής τους4. φρ. α) «γενειακή σύμφυση»ανατ. η γραμμή ένωσης τών δύο ημιμορίων τού οστού τής κάτω γνάθουβ) «καρδιακή σύμφυση»ιατρ. σύμφυση τού επικαρδίου με το περικάρδιοαρχ.1. επούλωση2. η κατασκευή ενός σώματος3. (για μυς) πρόσφυση σε οστό4. μτφ. (στους νεοπλατωνικούς) η μυστική συνένωση με το υπέρτατο ον5. φρ. «σύμφυσις ἐντέρου» — σύσφιγξη εντέρου ώστε αυτό να διαιρείται σε μέρη (Αριστοτ.).
Dictionary of Greek. 2013.